- ἀγχίκρημνος
- ἀγχίκρημνος,-ον1 clinging to its river banks cf. fr. 201. τάν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγχίκρημνος — ἀγχίκρημνος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στον γκρεμό ή την ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + κρημνός] … Dictionary of Greek
ἀγχίκρημνον — ἀγχίκρημνος near the cliffs masc/fem acc sg ἀγχίκρημνος near the cliffs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek